πεζογραφικός

πεζογραφικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην πεζογραφία ή τον πεζογράφο: Πεζογραφική παραγωγή έργων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πεζογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πεζογράφο ή στην πεζογραφία. επίρρ... πεζογραφικώς με πεζογραφικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεζογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1857 στον Χ. Παμπούκη] …   Dictionary of Greek

  • πεζός — ή, ό / πεζός, ή, όν, ΝΜΑ 1. το αρσ. ως ουσ. αυτός που πορεύεται με τα πόδια μεταβαίνοντας από τον έναν τόπο στον άλλο, πεζοπόρος, σε αντιδιαστολή με τον εποχούμενο ή έφιππο 2. οδοιπόρος, αυτός που πορεύεται στην ξηρά, όχι όμως κατ ανάγκη και με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”